αβγοθήκη — η η αβγουλιέρα (επιτραπέζιο σκεύος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβγουλιέρα — η η αβγοθήκη* … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ωοδόχη — η, Ν μικρό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση αβγών, αβγοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + δόχη (< δέχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλόξ] … Dictionary of Greek
ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… … Dictionary of Greek
αβγουλιέρα — η η θήκη του αβγού, βλ. αβγοθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωοθήκη — η 1. στην ανατομία, το αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας και των θηλυκών ζώων, μέσα στο οποίο διαπλάσσονται τα ωάρια. 2. το μέρος του άνθους που περικλείνει τις σπερματικές βλάστες. 3. αβγοθήκη, αβγουλιέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)